τυραννοῦν

τυραννοῦν
τυραννεύω
to be a monarch
pres part act masc voc sg (attic epic doric)
τυραννεύω
to be a monarch
pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκεντσεύ(γ)ω — Ν βασανίζω, τυραννώ, παιδεύω («και τυραννούν τσι χρισθιανούς, σκεντσεύγουν τις αραγιάδες», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κεντώ «τρυπώ με μυτερό όργανο, ερεθίζω, ενοχλώ» (πρβλ. διαλ. τ. σκιντώ, σκιντάω «πειράζω, ενοχλώ, ερεθίζω»)] …   Dictionary of Greek

  • τυραννώ — τυραννῶ, έω, ΝΜΑ, και τυραννάω και τυραγνώ, άω, Ν 1. (αμτβ.) είμαι τύραννος, κυβερνώ ως τύραννος, ασκώ εξουσία τυράννου («Πεισίστρατος... ἐτυράννησε», Ξεν.) 2. (γενικά) κυβερνώ τυραννικά μια χώρα ή έναν λαό («τυραννῆσαι χθονός», Ευρ.) 3. (μτβ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”